ψόμμος

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόμμος Medium diacritics: ψόμμος Low diacritics: ψόμμος Capitals: ΨΟΜΜΟΣ
Transliteration A: psómmos Transliteration B: psommos Transliteration C: psommos Beta Code: yo/mmos

English (LSJ)

ἀκαθαρσία, καπνός, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος.

(II)
ὁ, Α
(αιολ. τ.) βλ. ψάμμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψόμμος -ου, ὁ, msch. Aeol. voor ψάμμος, stof, vuil.