ψόλος
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ὁ, soot, smoke, ἐπιβωμίῳ ψόλῳ A.Fr.24:—in Hsch. also = φλόξ.
German (Pape)
[Seite 1401] ὁ, Ruß, Rauch, Dampf, bes. ein färbender, nicht zündender Blitz (vgl. ψόθος, σποδός), Gegensatz von αἰθός, Nic. Th. 288, wo der Schol. zu vgl., der aus Aesch. frg. 20 anführt ἐπιβωμίῳ ψόλῳ. S. auch Arist. meteor. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fumée.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ψόλος: αἰθάλη, καπνός, ἀσβόλη, ἐπιβωμίῳ ψόλῳ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 23· πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 288· ― παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως = φλόξ. (Συγγενὲς τῷ ψόθος καὶ σποδός).
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αιθάλη, καπνός
2. (κατά τον Ησύχ.) «φλόξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και έχει σχηματιστεί με επίθημα -λος (πρβλ. ἄσβολος, αἴθαλος, θολός)].
Greek Monotonic
ψόλος: ὁ, αιθάλη, καπνιά, καπνός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ψόλος: {psólos}
Grammar: m.
Meaning: Ruß, Rauch, Qualm (A. Fr. 24 = 88 M.),
Derivative: ψολοκομπίαι (: *ψολόκομπος) f. pl. qualmige Prahlereien (Ar. Eq. 696). Davon ψολόεις rußig, rauchig, qualmig, rauchfarben, dunkel (ep. poet. seit Od.). — Daneben ψελός· αἰθαλός (für -όεις?) und ψόμμος· ἀκαθαρσία, καπνός H. (nach ψάμμος).
Etymology: Ausgang wie in ἄσβολος, θολός, αἴθαλος. Wenn zu ψῆν usw. (Schwyzer 328, Pok. 146 mit Persson BB 19, 258 A. 2 u.a.), kann es mit dem allerdings zweideutigen aind. bhásma n. Asche (s. Mayrhofer s.v. und zu ψυχή) indirekt verwandt sein.
Page 2,1139-1140