ψυχισμός

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, ο ψυχικός του κόσμος, το σύνολο τών νοητικών, συναισθηματικών και βουλητικών φαινομένων και λειτουργιών του ατόμου
2. (παλ. όρος) φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία η ψυχή αποτελεί την εσωτερική ουσία τών όντων, καθώς και τον παράγοντα της εξέλιξής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].