Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
το / ὠμοφόριον, ΝΜΑ, και ὠμόφορον ΜΑ ὠμοφόροςεκκλ. ιερατικό άμφιο επισκόπου της Ορθόδοξης Εκκλησίαςμσν.-αρχ.είδος γυναικείου καλύμματος για το κεφάλι και τους ώμους.