ωμοφόριο

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / ὠμοφόριον, ΝΜΑ, και ὠμόφορον ΜΑ ὠμοφόρος
εκκλ. ιερατικό άμφιο επισκόπου της Ορθόδοξης Εκκλησίας
μσν.-αρχ.
είδος γυναικείου καλύμματος για το κεφάλι και τους ώμους.