ὠμοφόρος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοφόρος Medium diacritics: ὠμοφόρος Low diacritics: ωμοφόρος Capitals: ΩΜΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ōmophóros Transliteration B: ōmophoros Transliteration C: omoforos Beta Code: w)mofo/ros

English (LSJ)

ὁ, (ὦμος) porter, AJA42.56 (Tarsus, iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοφόρος: ὁ, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν ὤμων, Ἐπιφάν. 639D, 643Β, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. μεταφορέας, αχθοφόρος («τῶν τοῦ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.)
2. ως κύριο όν. ὁ Ὠμοφόρος
(στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -φόρος].

German (Pape)

auf den Schultern tragend (vgl. ἄτλαντα· ὠμοφόρον Hesych.).