ὠμοφόριον

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοφόριον Medium diacritics: ὠμοφόριον Low diacritics: ωμοφόριον Capitals: ΩΜΟΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: ōmophórion Transliteration B: ōmophorion Transliteration C: omoforion Beta Code: w)mofo/rion

English (LSJ)

τό, = palliolum, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοφόριον: τό, κάλυμμα ῥιπτόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Χ. 470 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. κρήδεμνον· ὠμόφορον παρὰ τῇ Ἄννᾳ Κομν. 1. 346. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ἓν τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ὃ ὁ ἐπίσκοπος φέρει ἐπὶ τῶν ὤμων, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 22C, Ἰω. Μόσχ. 2885Β, Νικήτ. Παφλ. 520C. 2) εἶδος καλύμματος τῆς κεφαλῆς καλύπτοντος καὶ τοὺς ὤμους, Παλλαδ. Λαυσ. 1236, Λεων Γραμμ. 241 κλπ.· ὡσαύτως ὠμόφορον, Θεοφάν. 217, κλπ., ἴδε Δουκάγγ.