ὠμοφόρος

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ὁ, (ὦμος)

   A porter, AJA42.56 (Tarsus, iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοφόρος: ὁ, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν ὤμων, Ἐπιφάν. 639D, 643Β, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. μεταφορέας, αχθοφόρος («τῶν τοῡ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.)
2. ως κύριο όν. ὁ Ὠμοφόρος
(στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -φόρος].