μεταφορέας
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
Greek Monolingual
ο
1. το πρόσωπο που μεταφέρει, μεταγωγός, κομιστής, κουβαλητής
2. το όργανο ή το μέσο που χρησιμοποιείται για τη μηχανική μεταφορά υλικών ή φορτίων από έναν τόπο σε άλλο
3. (οικον.-νομ.) το άτομο που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής να διαθέσει μεταφορικό μέσο για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο και μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα
4. (στη λιθογραφία) ειδικός τεχνίτης ο οποίος ασχολείται αποκλειστικά με τη μεταφορά εικόνων ή κειμένου από το τυπογραφικό χαρτί πάνω στη λίθινη πλάκα
5. φρ. α) «μηχανικός μεταφορέας»
τεχνολ. μηχανικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υλικών κατά τρόπο συνεχή (α. «βαρυτικός κυλισιομεταφορέας» β. «ταινιομεταφορέας» γ. «πτερυγιοφόρος μεταφορέας» δ. «εναέριος μεταφορέας»)
β) «μεταφορέας RNΑ»
βιολ. το μεταφορικό RNΑ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].