α
Greek Monolingual
(I)
και παρατεταμένο αά, άα, ααά, άαα (Α ἆ)
επιφώνημα που εκφράζει έντονη συναισθηματική κατάσταση.———————— (II)
και άι (προτρεπτικό μόριο)
πήγαινε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το α < άι < αε < ἀγε (αντίστοιχο αρχ. προτρεπτικό μόριο)].———————— ἁ (Α)
δωρ. τύπος του άρθρου ἡ (βλέπε ὁ).———————— ἅ (Α)
δωρ. τύπος της αναφ. αντωνυμίας ἡ (βλ. ὁ, αντων.).