αβάκιο

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM ἀβάκιον) ἄβακας
νεοελλ.
η μαθηματική πλάκα, ο άβακας
μσν.
έκθεση μπροστά από εργαστήρια τών εμπορευμάτων που προορίζονταν για πώληση (συνών. προβολή, κραββατίνα, καθέδρα)
αρχ.
ως υποκ. του ἄβαξ.