πλάκα
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
Greek Monolingual
η / πλάξ, -ακός ΝΜΑ
1. στερεό επίπεδο σώμα από πέτρα, μέταλλο ή και άλλο υλικό του οποίου το πάχος είναι πολύ μικρό σε σχέση με το πλάτος και το μήκος του («ἔδωκε Μωϋσῇ... τὰς δύο πλάκας τοῦ μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας γεγραμμένας τῷ δακτύλῳ τοῦ θεοῦ», ΠΔ)
2. τετραγωνισμένη πέτρα με μικρό πάχος, χρήσιμη ως υλικό επίστρωσης δρόμων, αυλών κ.ά. χώρων (α. «ἔστρωσαν το πεζοδρόμιο με άσπρες πλάκες» β. «ἔδαφος... λίθων πλαξὶ λείαις ἐστρωμένον», Λουκιαν.)
3. η ταφόπετρα
4. ομαλή και πλατιά έκταση, ιδίως γης, επίπεδη και πλατιά επιφάνεια
5. καθετί το πεπλατυσμένο, το επίπεδο («μια πλάκα σαπούνι»)
6. επίπεδη κορυφή λόφου ή βουνού («Παρνασσοῦ πλάκες», Ευρ.)
νεοελλ.
1. μικρή πλάκα από σχιστόλιθο πάνω στην οποία έγραφαν με πετροκόνδυλο οι μικροί μαθητές, αλλ. αβάκιο
2. μικρή πινακίδα από μέταλλο ή πορσελάνη, που τοποθετείται στην εξωτερική πόρτα οικίας και στην οποία αναγράφεται το ονοματεπώνυμο ή και το επάγγελμα του ενοίκου ή του ιδιοκτήτη
3. δίσκος γραμμοφώνου
4. συνεκδ. η ακτινογραφία
5. (μικρβλ.)
η διάφανη ζώνη σε μια κατά τα άλλα διαφώτιστη ή αδιαφανή αποικία βακτηρίων που υποδηλώνει την καταστροφή τών βακτηρίων από κάποιο παράγοντα είτε βακτηριοφάγο είτε αντιβιοτικό και η οποία αποτελεί ευαίσθητο εργαστηριακό δείκτη της παρουσίας κάποιου αντιβακτηριακού παράγοντα
6. (βιολ.-ζωολ.) κάθε πεπλατυσμένη δομή, μεμονωμένη ή τμήμα ενός συνόλου, όπως λ.χ. οστέινη πλάκα, δερμική πλάκα
7. φρ. α) «πλάκα απόκλισης»
(ηλεκτρον.) ηλεκτρόδιο του καθοδικού σωλήνα το οποίο μαζί με άλλο όμοιο και τοποθετημένο παράλληλα ηλεκτρόδιο προκαλεί την απόκλιση της ηλεκτρονικής δέσμης υπό την επίδραση κάποιας διαφοράς δυναμικού
β) «πλάκα διάτρησης»
βοτ. διάτρητα ακραία τοιχώματα δύο γειτονικών κυττάρων σε ένα αγγείο του ξυλώματος ή στον περιφερειακό δακτύλιο, υπόλειμμα του αρχικού τοιχώματος, που περιβάλλει ένα μόνο μεγάλο άνοιγμα
γ) «πλάκα ηθμώδης»
βοτ. τα πολύ μικρά εξειδικευμένα, κάθετα ή λοξά, τοιχώματα τών ηθμωδών κυττάρων τών αγγειοσπέρμων, τα οποία είναι διάτρητα από πόρους
δ) «πλάκα κυτταρική»
βοτ. αδιαφανές κολλοειδές στρώμα που σχηματίζεται από κυστίδια τα οποία περιβάλλονται από μεμβράνη στην ισημερινή περιοχή της ατράκτου κατά το στάδιο της τελόφασης στη μίτωση
ε) «υδροφορική πλάκα» — τμήμα του δερμικού σκελετού τών εχινοδέρμων στα άκρα του υδροφορικού αγωγού
στ) «βασική πλάκα» — τμήμα του δερμικού σκελετού του δίσκου τών εχινοδέρμων
ζ) «πλάκα οδοντική»
i) δομή που σχηματίζεται από τη συγχώνευση τών δοντιών πολλών ψαριών και χρησιμεύει στη θρίψη της λείας
ii) βλ. οδοντική πλάκα
η) «επωαστική πλάκα» — άπτερο, εξαιρετικά αγγειοποιημένο τμήμα της κοιλιάς τών πουλιών, το οποίο έρχεται κατευθείαν σε επαφή με τα επωαζόμενα αβγά
θ) «πλευρική πλάκα» — κοιλιακό τμήμα του μεσοδέρματος τών Σπονδυλοζώων, που σχηματίζει το κοίλωμα·ι) «νευρική πλάκα» — τμήμα του εξωδέρματος τών Σπονδυλοζώων, που παχύνεται στην επαφή με τη νωτιαία χορδή και κατόπιν εκκολπώνεται για να σχηματίσει τον νευρικό σωλήνα
ια) «μέση πλάκα»
βοτ. το πρώτο στρώμα του πρωτογενούς κυτταρικού τοιχώματος που σχηματίζεται για τον διαχωρισμό του πρωτοπλάσματος τών δύο θυγατρικών φυτικών κυττάρων που προέκυψαν από μια κυτταρική διαίρεση
ιβ) «δοκιμασία πλάκας»
(μικρβλ.) δοκιμασία για την εύρεση της παρουσίας και του επιπέδου ενός ιού σε ένα δείγμα η οποία συνίσταται στη μέτρηση τών καθαρών πλακών, καθεμιά από τις οποίες οφείλεται σε έναν μόνο ιό και στους απογόνους του, οι οποίοι καταστρέφουν μια ομάδα γειτονικών κυττάρων, σε ένα συνεχές στρώμα ευαίσθητων καλλιεργούμενων κυττάρων
ιγ) «κινητική πλάκα»
βιολ. επιφανειακός σχηματισμός που πραγματοποιεί τη σύνδεση της ίνας με το νεύρο
ιδ) «πλάκα συσσωρευτή», ή «πλάκα μπαταρίας»
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρόδιο μιας επαναφορτιζόμενης μπαταρίας, αποτελούμενο από χημικώς αδρανές δικτυωτό πλαίσιο, πάνω στο οποίο τοποθετείται το χημικώς ενεργό στρώμα υπό μορφή επιχρίσματος
ιε) «τελική κινητική πλάκα»
(ανατ.-φυσιολ.) μορφολογική και λειτουργική διαφοροποίηση της σκελετικής μυϊκής ίνας, απέναντι από τη θέση που βρίσκεται η κινητική νευρική απόληξη
ιστ) «πλάκες ξυλερίου»
(ξυλ.) δομικές πλάκες που παράγονται βιομηχανικά από ξυλέριο, το οποίο αναμιγνύεται και συσσωματώνεται με ένα ανόργανο συνδετικό υλικό, όπως τσιμέντο, μαγνησίτη ή γύψο
ιζ) «τά 'χει πλάκα τα γαλόνια»
i) λέγεται συνήθως για αξιωματικούς που φέρουν πλατιά διάσημα
ii) (για στρατιωτικούς) έχει μεγάλο βαθμό
ιη) «σπά(ζ)ω πλάκα» — διασκεδάζω περιπαίζοντας συνήθως κάποιον, γελώ με κάποιον ή με κάτι
ιθ) «το 'κάνε για πλάκα» — το 'κάνε για αστείο, για διασκέδαση
κ) «τυπογραφική πλάκα» — στοιχειοθετημένη σελίδα καθώς και συγκρότημα τέτοιων σελίδων οι οποίες συνδέονται οριζοντίως και είναι έτοιμες για εκτύπωση
κα) «φωτογραφική πλάκα» — γυάλινη πλάκα καλυμμένη με χημική ουσία ευαίσθητη στο φως πάνω στην οποία αποτυπώνεται η αρνητική εικόνα του φωτογραφούμενου αντικειμένου
κβ) «πλάκα ρολογιού» — ο δίσκος ή ο πίνακας στον οποίο αναγράφονται οι ώρες και τα λεπτά της ώρας
αρχ.
1. η ανώτατη οροφή πύργου («ἀπ' ἄκρας ἦκε πυργώδους πλακός», Σοφ.)
2. στον πληθ. αἱ πλάκες
i) (για οστρακόδερμα) πτερύγια
ii) πτυχές του στομάχου τών μηρυκαστικών
3. φρ. α) «κοπτῆς πλάκες» — πλακούντες
β) «πόντου πλάκα» — ο ωκεανός
γ) «ἡ πλὰξ τοῦ βαλανίου τούτου»
πιθ. μέρος του κλιβάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάξ,-κός ανάγεται σε ΙΕ ρίζα pelā/pelә2-/plā- «ευρύς, απλώνω» (πρβλ. παλάμη, πέλαγος, πλάγιος, πιθ. πλανώ, πλάσσω), με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο και άηχη ουρανική παρέκταση -κ- και συνδέεται με νορβ. flag «πέλαγος», λιθουαν. plākanas «επίπεδος, ευρύς», γερμ. Fluche «πέτρινος τοίχος». Πιθανή θεωρείται, επίσης, η σύνδεση της λ. με το λατ. pla-n-cus «πλατύπους» (με έρρινο ένθημα), ενώ, αντίθετα, παραμένει ανεπιβεβαίωτη η σύνδεση με τα λατ. placeo «αρέσω» placida (aqua) «ήρεμο (νερό)» (< placidus). Από τη λ. πλάξ παράγονται τα τοπωνύμια: Πλάκος «οροπέδιο στο βουνό Ίδα», Πλακίη «πελασγική αποικία στην Προποντίδα», καθώς και η συνοικία της Αθήνας Πλάκα.
ΠΑΡ. πλακερός, πλακώδης, πλακώ(-ώνω)
αρχ.
πλακάς, πλάκινος, πλακίον, πλακίς, πλακίτης, πλακόεις
νεοελλ.
πλακάκι, πλακάς, πλακίδιο, πλακουτσός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. πλακόδερμοι, πλακοδόντια, πλακοειδής, πλακομύτης, πλακοπαγίδα, πλακόπιτα, πλακόστηθος, πλακοστρώνω].