αβάσκαντος

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀβάσκαντος, -ον) βασκαίνω
1. αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί
2. αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει
(νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) το αβάσκαντο
το φυλαχτό που εμποδίζει τη βασκανία (πρβλ. αρχ. φυλακτήριον, περίαπτον).