αβδέλλα1. γεμίζω βδέλλες«το νερό αβδέλλιασε»2. προσβάλλομαι από διστομίαση, «κλαπατσιάζω»3. κάνω αφαίμαξη χρησιμοποιώντας βδέλλες.