αβδέλλα
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
η
1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα)
2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες περιοχές, η ηπατική διστομίαση (κν. κλαπάτσα)
3. μτφ. φορτικός, ενοχλητικός
«μού έγινε (α)βδέλλα»
4. σιδερένιο έλασμα για τη σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου (κν. αβδέλλι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. βδέλλα. Το αρχικό α- δημιουργήθηκε από τη συνεκφορά: μια βδέλλα, μι’ αβδέλλα.
ΠΑΡ. αβδελλάδικο, αβδέλλας, αβδελλιάζω, αβδελλίτσα, αβδελλόπουλο, αβδελλώνω.
ΣΥΝΘ. αβδελλόχορτο, αβδελλοκόκκαλο].