η (AM ἀφαίμαξις) αφαιμάσσωη αφαίρεση του αίματος για θεραπευτικούς σκοπούςνεοελλ.η απόσπαση μεγάλου ποσού χρημάτων με επιλήψιμα κυρίως μέσα.