εξιλάσκομαι

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐξιλάσκομαι (AM) ιλάσκομαι
εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.)
μσν.
παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός
αρχ.
1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας»)
2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν», ΠΔ).