εξευμενίζω

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

(AM ἐξευμενίζω) ευμενίζω
καθιστώ κάποιον ευμενή προς εμένα, καταπραΰνω («ἐξευμενίζειν τὸν θεόν»)
αρχ.
είμαι φιλικός («θεὸς ἐξευμενίζει»).