εξαγοράζω

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξαγοράζω) αγοράζω
1. απελευθερώνω καταβάλλοντος λύτρα ή χρηματικό ποσόεξαγοράζω τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι»)
2. αγοράζω κάτι στο ακέραιο, εξολοκλήρου («εξαγόρασε τις μετοχές της εταιρείας», «ἐξηγόραζε τὰ καιόμενα καὶ τὰ γειτνιῶντα τοῖς καιομένοις»)
3. φρ. «ἐξαγοράζω ή ἐξαγοράζομαι τὸν καιρόν» — χρησιμοποιώ με σύνεση τον καιρό, αντιμετωπίζω ψύχραιμα τις περιστάσεις
νεοελλ.
1. με την καταβολή χρηματικού ποσού απαλλάσσομαι από υποχρέωσηεξαγοράζω τη στρατιωτική μου θητεία»)
2. δωροδοκώ και εξασφαλίζω ευνοϊκή απόφαση («εξαγόρασε τους κριτές του», «τα μέλη του δικαστηρίου»)
3. αποζημιώνω
αρχ.-μσν.
αγοράζω
μσν.
πληρώνω για να μού επιστραφεί ενέχυρο.