αγέρωχος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀγέρωχος, -ον)
υπεροπτικός, αλαζόνας
αρχ.
(στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ- αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν».
ΠΑΡ. ἀγερωχία
μσν.
ἀγερωχεύομαι, ἀγερωχῶ].