ἐπιθοάζω

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A sit as suppliant at an altar, τάδ' ἐπευχομένη κἀπιθοάζουσ' A.Ch.856 (οα in litura); τάδε καὶ θρηνῶ κἀπιθοάζω E.Med.1409; cf. θοάζω 11; but κἀπιθεάζουσ' invoking the gods, and κἀπιθεάζω shd. prob. be read.

German (Pape)

[Seite 943] daraufsitzen, an den Altären als Schutzflehender sitzen, die Götter anrufen, neben ἐπεύχομαι Aesch. Ch. 843, wie Eur. Med. 1409 ἐπιθοάζω μαρτυρούμενος δαίμονας, vielleicht ἐπιθεάζω, s. Buttmann Lezil. II S. 109 s.

French (Bailly abrégé)

être assis en suppliant auprès d’un autel.
Étymologie: ἐπί, θοάζω.

Greek Monolingual

ἐπιθοάζω (Α)
κάθομαι κοντά σε βωμό ως ικέτης ζητώντας τη βοήθεια τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θοάζω «κάθομαι»].