ἐπιθοάζω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθοάζω Medium diacritics: ἐπιθοάζω Low diacritics: επιθοάζω Capitals: ΕΠΙΘΟΑΖΩ
Transliteration A: epithoázō Transliteration B: epithoazō Transliteration C: epithoazo Beta Code: e)piqoa/zw

English (LSJ)

sit as suppliant at an altar, τάδ' ἐπευχομένη κἀπιθοάζουσ' A.Ch.856 (οα in litura); τάδε καὶ θρηνῶ κἀπιθοάζω E.Med. 1409; cf. θοάζω ΙΙ; but κἀπιθεάζουσ' invoking the gods, and κἀπιθεάζω should prob. be read.

German (Pape)

[Seite 943] daraufsitzen, an den Altären als Schutzflehender sitzen, die Götter anrufen, neben ἐπεύχομαι Aesch. Ch. 843, wie Eur. Med. 1409 ἐπιθοάζω μαρτυρούμενος δαίμονας, vielleicht ἐπιθεάζω, s. Buttmann Lezil. II S. 109 s.

French (Bailly abrégé)

être assis en suppliant auprès d'un autel.
Étymologie: ἐπί, θοάζω.

Greek Monolingual

ἐπιθοάζω (Α)
κάθομαι κοντά σε βωμό ως ικέτης ζητώντας τη βοήθεια τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θοάζω «κάθομαι»].

Greek Monotonic

ἐπιθοάζω: μόνο στον ενεστ., κάθομαι ως ικέτης κοντά στον βωμό, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθοάζω: молить(ся) у алтаря (ἐπεύχεσθαι καὶ ἐ. Aesch.; θρηνεῖν καὶ ἐ. Eur.).

Middle Liddell

to sit as a suppliant at an altar, Aesch., Eur. only in pres.]