ἐπιβλαβής

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ές,

   A hurtful, Aret.CD1.2; τῇ ψυχῇ Hierocl.in CA13p.448M.; τὸ ἐ. Procl.Par.Ptol.166. Adv. -βῶς Poll.5.135.

German (Pape)

[Seite 929] ές, schädlich, Schol. Il. 5, 880 u. Sp. – Adv., Poll. 5, 135.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλᾰβής: -ές, (βλάβη) ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν βλάβην, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2.- Ἐπίρρ. -βῶς, Πολυδ. Ε', 135.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιβλαβής, -ές)
βλαβερός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβλαβές
βλαπτική ιδιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βλαβής (< βλάβη)].