ἐπικίχρημι

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

aor. I ἐπέχρησα,

   A lend, τινὶ τάγματα πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Pomp.52; ἐπιχρήσας ἑαυτὸν εἰς ἀπαλλοτρίωσιν CIG3281 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 949] (s. κίχρημι), dazu leihen, ἐπέχρησε Plut. Pomp. 52.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. ἐπέχρησα;
prêter en outre.
Étymologie: ἐπί, κίχρημι.

Greek Monolingual

ἐπικίχρημι (Α)
δανείζω, προσφέρω για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίχρημι «δανείζω»].