ἐπικίχρημι

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικίχρημι Medium diacritics: ἐπικίχρημι Low diacritics: επικίχρημι Capitals: ΕΠΙΚΙΧΡΗΜΙ
Transliteration A: epikíchrēmi Transliteration B: epikichrēmi Transliteration C: epikichrimi Beta Code: e)piki/xrhmi

English (LSJ)

aor. I ἐπέχρησα, lend, τινὶ τάγματα πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Pomp.52; ἐπιχρήσας ἑαυτὸν εἰς ἀπαλλοτρίωσιν CIG3281 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 949] (s. κίχρημι), dazu leihen, ἐπέχρησε Plut. Pomp. 52.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. ἐπέχρησα;
prêter en outre.
Étymologie: ἐπί, κίχρημι.

Greek Monolingual

ἐπικίχρημι (Α)
δανείζω, προσφέρω για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίχρημι «δανείζω»].

Greek Monotonic

ἐπικίχρημι: αόρ. αʹ ἐπ-έχρησα, δανείζω, τί τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικίχρημι: (aor. ἐπέχρησα) давать взаймы, ссужать (τινί τι πρὸς τὸν πόλεμον Plut.).

Middle Liddell

aor1 ἐπ-έχρησα
to lend, τί τινι Plut.