επανατάσσω

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. επαναφέρω κάτι στη θέση του
2. ιατρ. επαναφέρω εξαρθρωμένο μέλος του σώματος στην κανονική θέση του.