ἐπίξενος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἐπιχθόνιος, Hsch.    2. stranger, POxy.480.11 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 966] als Fremder, als Gastfreund hinkommend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίξενος: ὁ ἐπὶ ξένης ὤν, ξένος, Κλήμ. Ἀλ. 450.

Greek Monolingual

ἐπίξενος, ὁ (Α) ξένος
1. φιλοξενούμενος από άλλη χώρα, προσκεκλημένος, μουσαφίρης
2. (γενικά) ξένος
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιχθόνιος».