ἐπιγραμμάτιον

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

τό, Dim. of ἐπίγραμμα, Plu.Cat.Ma.1, Antig.Mir. 89.

German (Pape)

[Seite 933] τό, dim. von ἐπίγραμμα, Plut. Cat. mai. 1 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite pièce en distiques, épigramme.
Étymologie: ἐπίγραμμα.

Greek Monolingual

ἐπιγραμμάτιον, το (Α)
μικρό επίγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του επίγραμμα με την υποκοριστική κατάλ. -ιον].