επίγραμμα

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐπίγραμμα) επιγράφω
1. ποίημα (σε ελεγειακό συνήθως μέτρο) με σοβαρό ή σατιρικό περιεχόμενο
2. σύντομη έμμετρη κρίση ή εκτίμηση που αναφέρεται σε πρόσωπα ή πράγματα
3. επιγραφή («αἰσχρὸν τοὐπίγραμμά γ' Ἑλλάδι», Ευρ.)
4. έμμετρη επιτύμβια επιγραφή
5. αναμνηστική επιγραφή
αρχ.-μσν.
1. (για εικόνα) επιγραφή
αρχ.
1. τίτλος συγγράμματος («Ἀντιφῶντι δὲ τῷ ῥήτορι λόγος μὲν γέγραπται ἔχων ἐπίγραμμα περὶ ταῶν», Αθήν.)
2. έγγραφη εκτίμηση ή αίτηση καταβολής ζημιών
3. το αντικείμενο της κατηγορίας
4. σημάδι στο μέτωπο δούλου.