ἐπιγραμμάτιον
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
τό, Dim. of ἐπίγραμμα, Plu.Cat.Ma.1, Antig.Mir. 89.
German (Pape)
[Seite 933] τό, dim. von ἐπίγραμμα, Plut. Cat. mai. 1 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite pièce en distiques, épigramme.
Étymologie: ἐπίγραμμα.
Greek Monolingual
ἐπιγραμμάτιον, το (Α)
μικρό επίγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του επίγραμμα με την υποκοριστική κατάλ. -ιον].
Greek Monotonic
ἐπιγραμμάτιον: τό, υποκορ. του ἐπιγράμματος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγραμμάτιον: τό небольшое стихотворение из элегических двустиший Plut.
Middle Liddell
ἐπιγραμμάτιον, ου, τό, [Dim. of ἐπίγραμμα, Plut.]