ἐκδεσμεύω

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

   A make binding, secure, τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.

German (Pape)

[Seite 756] anbinden; übertr., τὴν πίστιν εἰς ἀλλήλους Pol. 3, 33, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδεσμεύω: συνδέω, ἐκδεσμεύων τὴν ἑκατέραν πίστιν εἰς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 33, 8.

Spanish (DGE)

atar, uncir en v. pas. (ἴυγξ) ἐκδεσμεύεται ἐκ τοῦ τροχοῦ Sch.Pi.P.4.381a
fig. afianzar, asegurar τὴν ἑκατέρων πίστιν εἰς ἀλλήλους Plb.3.33.8.

Greek Monolingual

ἐκδεσμεύω (Α)
1. συνδέω, προσδένω
2. εξασφαλίζω.