ο (Α ἐπίκαρπος, -ον)νεοελλ.ως ουσ. το εξωτερικό περίβλημα του καρπού, η φλούδααρχ.αυτός που καρποφορεί, που βρίσκεται στην εποχή της καρποφορίας.