επίκαρπος

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίκαρπος, -ον)
νεοελλ.
ως ουσ. το εξωτερικό περίβλημα του καρπού, η φλούδα
αρχ.
αυτός που καρποφορεί, που βρίσκεται στην εποχή της καρποφορίας.