το (AM ἔνδυμα)1. φόρεμα για την κάλυψη του σώματος «ἔνδυμα γάμου»2. περίβλημα συσκευήςμσν.- νεοελλ.τα απαραίτητα ηθικά προσόντα για να εισέλθει κανείς στη βασιλεία τών ουρανώννεοελλ.άδεια εισόδου.