ένδυμα

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM ἔνδυμα)
1. φόρεμα για την κάλυψη του σώματος «ἔνδυμα γάμου»
2. περίβλημα συσκευής
μσν.- νεοελλ.
τα απαραίτητα ηθικά προσόντα για να εισέλθει κανείς στη βασιλεία τών ουρανών
νεοελλ.
άδεια εισόδου.