ἐξαμπρεύω

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

   A haul out, Ar.Lys.289.

German (Pape)

[Seite 867] herauswinden, -schleppen, Ar. Lys. 289.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμπρεύω: ἐξέλκω, ἐξαμπρεύσομεν τοῦτ’ ἄνευ κανθηλίου Ἀριστοφ. Λυσ. 289.

Spanish (DGE)

arrastrar c. ac. ἐξαμπρεύσομεν τοῦτ' ἄνευ κανθηλίου Ar.Lys.289.

Greek Monolingual

ἐξαμπρεύω (Α) έξαμπρον
σέρνω έξω, τραβώ («χὤπως ποτ' ἐξαμπρεύσομεν τοῡτ' ἄνευ κανθηλίου» — και πώς θα το τραβήξουμε αυτό χωρίς υποζύγιο, Αριστοφ.).