εξαπόλυση

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η εξαπολύω
1. το να εξαπολύει κανείς κάποιον ή κάτι, η απόλυση, η άφεση
2. επείγουσα αποστολήεξαπόλυση διαταγής»).