απόλυση

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπόλυσις) απολύω
απελευθέρωση από τα δεσμά ή από περιορισμό, απόδοση της ελευθερίας, αποφυλάκιση
νεοελλ.
1. στρ. αποστράτευση μετά την περάτωση της θητείας
2. (για εργαζομένους) παύση, διώξιμο από την εργασία
3. επιτυχία, τερματισμός της φοίτησης σε σχολείο
4. έξοδος των μαθητών μετά τη λήξη του μαθήματος
μσν.- νεοελλ.
1. περάτωση της θείας λειτουργίας
2. η ευχή που λέει ο ιερέας για να δηλώσει το τέλος της θείας λειτουργίας
αρχ.
1. λύσιμο επιδέσμου
2. αποχωρισμός, απομάκρυνση
3. απαλλαγή από ασθένεια
4. περάτωση υπηρεσίας ή αγώνων
5. έξοδος από τη ζωή, θάνατος.