εὐδιαχώρητος

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον, of food,

   A easy to digest and pass, Xenocr.31, cf. Ruf.Interrog.40: Comp., Arist.Pr.927b22.

German (Pape)

[Seite 1062] leicht durchgehend, leichten Stuhlgang befördernd, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιαχώρητος: -ον, ῥᾳδίως διαχωρῶν, Ξενοκρ. 31. - Συγκρ. εὐδιαχωρητότερος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δυσδιαχωρητότερος, Ἀριστ. Προβλ. 31, 8.

Greek Monolingual

εὐδιαχώρητος, -ον (Α)
(για τροφές) εύπεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α-διαχώρητος, δυσ-διαχώρητος].