ἐπιχαιρεκακία

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ἡ,

   A joy over one's neighbour's misfortune, spite, malignity, Arist.EN1107a10, Ph.2.394, Plu.2.91b, etc.

German (Pape)

[Seite 1002] ἡ, Schadenfreude, Arist. Eth. 2, 7; Plut. adv. Stoic. 45 u. öfter. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχαιρεκᾰκία: ἡ, χαρὰ ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 18., 2.7, 15.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιχαιρεκακία)
χαρά, ψυχική ικανοποίηση για το κακό που παθαίνει κάποιος άλλος.