ἐξειλῶ, -έω (AM) ειλώ1. ανοίγω («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.)2. μέσ. ἐξειλοῡμαιξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῡ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)3. απομακρύνομαι, ξεκόβω.