εξειλώ

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐξειλῶ, -έω (AM) ειλώ
1. ανοίγω («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.)
2. μέσ. ἐξειλοῡμαι
ξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῡ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)
3. απομακρύνομαι, ξεκόβω.