ἀεισέβαστος, -ον (AM)ο πάντοτε σεβαστός (απόδοση του λατ. semper Augustus)η λέξη απαντά σε επιγραφές ως τιμητικό επίθετο τών νεκρών αυτοκρατόρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σεβαστὸς < σεβάζομαι.