αεισέβαστος

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀεισέβαστος, -ον (AM)
ο πάντοτε σεβαστός (απόδοση του λατ. semper Augustus)
η λέξη απαντά σε επιγραφές ως τιμητικό επίθετο τών νεκρών αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σεβαστὸς < σεβάζομαι.