αεισέβαστος

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

ἀεισέβαστος, -ον (AM)
ο πάντοτε σεβαστός (απόδοση του λατ. semper Augustus)
η λέξη απαντά σε επιγραφές ως τιμητικό επίθετο τών νεκρών αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + σεβαστὸς < σεβάζομαι.