αιγόθριξ
Greek Monolingual
(-τριχος), ο, η
ο αιγότριχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + θρίξ- η λ. πλάστηκε από τον συγγραφέα Νικόλαο Δραγούμη ως επίθετο της λ. επενδύτης].
(-τριχος), ο, η
ο αιγότριχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + θρίξ- η λ. πλάστηκε από τον συγγραφέα Νικόλαο Δραγούμη ως επίθετο της λ. επενδύτης].