αιγόθριξ

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

(-τριχος), ο, η
ο αιγότριχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ-γὸς + θρίξ- η λ. πλάστηκε από τον συγγραφέα Νικόλαο Δραγούμη ως επίθετο της λ. επενδύτης].