-η, -ο (Α εὔπλευρος, -ον)αυτός που έχει ισχυρές πλευρές2. αυτός που έχει ισχυρό στήθος και πνευμόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος, τετρά-πλευρος)].