εὐπράγημα

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a success, in war, in pl., App. Pun.4, BC1.51: generally, Sch.Pi.I.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπράγημα: τό, ἐπιτυχία ἐν πολέμῳ, πολεμικὸν κατόρθωμα, Ἀππ. Καρχηδ. 4, Ἐμφυλ. 1. 51.

Greek Monolingual

εὐπράγημα, τὸ (Α) ευπραγώ
1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία
2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματα
τα πολεμικά κατορθώματα.