ευπραγώ

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐπραγῶ, -έω) ευπραγής ευημερώ, καλοπερνώ, έχω οικονομική άνεση
αρχ.
1. έχω αφθονία, έχω άφθονα αγαθά («εὐπραγούσης τῆς ἀγορᾱς», Πολυδ.)
2. πράττω το ορθό, ενεργώ σωστά.