εὐπήληξ

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ,

   A with beautiful helmet, AP6.120 (Leon.).    2 with fine crest, ταὧς Babr.65.1a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπήληξ: ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ἀνθ. Π. 6. 120, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. γέρανος.

French (Bailly abrégé)

ηκος;
(ὁ, ἡ)
au beau casque.
Étymologie: εὖ, πήληξ.

Greek Monolingual

εὐπήληξ, -κος ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραία περικεφαλαία
2. (για πουλιά) αυτός που έχει ωραίο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πήληξ «περικεφαλαία»].