-η, -ο (Α αἱμόφυρτος, -ον)(για έμψυχα) περιχυμένος με αίμα, βουτηγμένος στο αίμα, καταματωμένος (στα αρχ. και για άψυχα).[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + φυρτὸς < φύρω «ανακατεύω, αναμιγνύω»].