αιμόφυρτος

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αἱμόφυρτος, -ον)
(για έμψυχα) περιχυμένος με αίμα, βουτηγμένος στο αίμα, καταματωμένος (στα αρχ. και για άψυχα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + φυρτὸς < φύρω «ανακατεύω, αναμιγνύω»].