αιμορραγώ

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α αἱμορραγῶ) αἱμορραγής
έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία
νεοελλ.
1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά
2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει.