ψυχικό
From LSJ
Greek Monolingual
το / ψυχικόν, ΝΜ
αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη που δίνεται για την ψυχή αυτών που την δίνουν καθώς και τών πεθαμένων συγγενών τους
νεοελλ.
φρ. α) «κάνει ψυχικά»
ειρων. (για γυναίκα) παραδίνεται εύκολα στους άνδρες
β) «είναι του ψυχικού» — είναι αξιολύπητος
γ) «ζει του ψυχικού» — ζει από την ελεημοσύνη του κόσμου
μσν.
(ως επίρρ.) α) ως ελεημοσύνη
β) από ελεημοσύνη («καὶ ψυχικὸν ψωμὶν τρώγεις, καὶ δίδουν σε καὶ ῥάσον», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επίθ. ψυχικός.