αιχμικός

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό αιχμή
αυτός που αναφέρεται στην αιχμή, την ακμή, το ανώτερο σημείο, ειδικότερα τη μέγιστη τιμή ηλεκτρικού φορτίου.